θεώριον

θεώριον
θεωρέω
to be a
imperf ind act 3rd pl (doric)
θεωρέω
to be a
imperf ind act 1st sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θεώριος — και δωρ. τ. θεάριος, ον (ΑΜ) [θεωρός] το ουδ. ως ουσ. τὸ θεώριον το θέαμα αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους θεωρούς 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θεώριον θέση για τους θεωρούς, θεωρείο 3. ως κύριο όν. ὁ Θεώριος επίθ. τού Απόλλωνος …   Dictionary of Greek

  • θεάριον — θεάριον, τὸ (Α) θέση, μέρος στο οποίο συγκεντρώνονταν οι θεωροί*. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. τού θεώριον*] …   Dictionary of Greek

  • περιθώριο — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Μικρός ορεινός οικισμός (… κάτ., υψόμ. 940 μ.), στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (22 τ. χλμ., … κάτ.). 2. Ορεινός οικισμός (… κάτ., υψόμ. 600 μ.), στην πρώην επαρχία Δράμας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”